-
1 καταγελαστος
2смешной, смехотворный, уморительныйκ. ἔσει Arph. — над тобой смеяться будут;φοβοῦμαι οὔτι μέ γελοῖα εἴπω, ἀλλὰ μέ καταγέλαστα Plat. — я боюсь, как бы мне не сказать что-л. вызывающее не смех (вообще), а осмеяние -
2 καταγέλαστος
καταγέλαστοςridiculous: masc /fem nom sg -
3 καταγέλαστος
καταγέλαστος, ον (s. next entry, also γελάω; Aristoph., Hdt. et al.; Dio Chrys. 57 [74], 12; Ael. Aristid. 43, 1 K.=1 p. 1 D.; Celsus 6, 78; Wsd 17:8; Philo; Jos., C. Ap. 1, 254) ridiculous Dg 4:1.—DELG s.v. γελάω.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > καταγέλαστος
-
4 καταγέλαστος
η, ο [ος, ον ] попавший в смешное положение; осмеянный, высмеянный -
5 καταγέλαστος
-ος,-ον + A 0-0-0-0-1=1 Wis 17,8ridiculous, worthy to be laughed at -
6 καταγέλαστος
καταγέλασ-τος, ον,A ridiculous, absurd,κ. εἶ Ar.Nu. 849
; ὦ καταγέλαστ' Id.Ra. 480;κ. δῆτ' ἔσει.. ἔχων Id.Th. 226
; Πέρσας ποιῆσαι κ. γενέσθαι Ἕλλησι ridiculous in their eyes, Hdt.8.100, cf. Pl.Ap. 35b; of things,κ. τὸ Χρῆμα γίγνεται Id.Grg. 485a
;φοβοῦμαι οὔ τι μὴ γελοῖα εἴπω ἀλλὰ μὴ καταγέλαστα Id.Smp. 189b
, cf. Epicur.Nat.28.5, etc.: c. gen., τῆς ἀλλαγῆς because of.., Max.Tyr.2.3: [comp] Comp., Pl.Ep. 314a: [comp] Sup., Isoc.10.9, 15.56, Pl.Plt. 296d. Adv.- τως X.Mem.1.7.2
, Pl.Lg. 781c, Aeschin.1.31, D.H.Comp.18, etc.: [comp] Sup. .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταγέλαστος
-
7 καταγέλαστος
κατα-γέλαστος, verlacht, zu verlachen, lächerlich -
8 καταγέλαστος
gülünecek, gülünç -
9 καταγελαστότερον
καταγέλαστοςridiculous: adverbial compκαταγέλαστοςridiculous: masc acc comp sgκαταγέλαστοςridiculous: neut nom /voc /acc comp sg -
10 καταγελάστω
καταγέλαστοςridiculous: masc /fem /neut nom /voc /acc dualκαταγέλαστοςridiculous: masc /fem /neut gen sg (doric aeolic)——————καταγέλαστοςridiculous: masc /fem /neut dat sg -
11 καταγελαστότατα
καταγέλαστοςridiculous: adverbial superlκαταγέλαστοςridiculous: neut nom /voc /acc superl pl -
12 καταγελαστότατον
καταγέλαστοςridiculous: masc acc superl sgκαταγέλαστοςridiculous: neut nom /voc /acc superl sg -
13 καταγελάστως
καταγέλαστοςridiculous: adverbialκαταγέλαστοςridiculous: masc /fem acc pl (doric) -
14 καταγέλαστον
καταγέλαστοςridiculous: masc /fem acc sgκαταγέλαστοςridiculous: neut nom /voc /acc sg -
15 καταγελαστοτάτοις
καταγέλαστοςridiculous: masc /neut dat superl pl -
16 καταγελαστοτέρη
καταγέλαστοςridiculous: fem nom /voc comp sg (epic ionic) -
17 καταγελαστοτέρους
καταγέλαστοςridiculous: masc acc comp pl -
18 καταγελαστότατοι
καταγέλαστοςridiculous: masc nom /voc superl pl -
19 καταγελαστότατος
καταγέλαστοςridiculous: masc nom superl sg -
20 καταγελαστότερα
καταγέλαστοςridiculous: neut nom /voc /acc comp pl
См. также в других словарях:
καταγέλαστος — ridiculous masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγέλαστος — η, ο (AM καταγέλα στος, ον) [καταγελώ] αυτός που είναι αντικείμενο χλευασμού, ο γελοίος (α. «σηκώθηκε να μιλήσει και έγινε καταγέλαστος» β. «φοβοῡμαι οὔ τι μὴ γελοῑα,... ἀλλὰ μὴ καταγέλαστα», Πλάτ.). επίρρ... καταγελάστως (Α) με καταγέλαστο τρόπο … Dictionary of Greek
καταγέλαστος — η, ο ο άξιος περιφρονητικού γέλωτα: Πρόσεξε μη γίνουμε καταγέλαστοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταγελαστότερον — καταγέλαστος ridiculous adverbial comp καταγέλαστος ridiculous masc acc comp sg καταγέλαστος ridiculous neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγελαστότατα — καταγέλαστος ridiculous adverbial superl καταγέλαστος ridiculous neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγελαστότατον — καταγέλαστος ridiculous masc acc superl sg καταγέλαστος ridiculous neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγελάστω — καταγέλαστος ridiculous masc/fem/neut nom/voc/acc dual καταγέλαστος ridiculous masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγελάστως — καταγέλαστος ridiculous adverbial καταγέλαστος ridiculous masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγέλαστον — καταγέλαστος ridiculous masc/fem acc sg καταγέλαστος ridiculous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγελαστοτάτοις — καταγέλαστος ridiculous masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγελαστοτέρη — καταγέλαστος ridiculous fem nom/voc comp sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)